γατοκέφαλο, το, ουσ. [<γατο- + κεφάλι], συνήθως στον πλ. τα
γατοκέφαλα, 1. οι πελώριες μπουκιές: «έβαζε στο στόμα του κάτι γατοκέφαλα,
που κάποια στιγμή φοβήθηκα πως θα πνιγόταν». 2. τα μεγάλα, τα
καταφανέστατα ψέματα: «αυτά που μας λες είναι γατοκέφαλα και πάνε να σε
πιστέψει κανένας άλλος»·
-
κατεβάζω γατοκέφαλα, βλ. φρ. ρίχνω γατοκέφαλα·
-
πετώ γατοκέφαλα, λέω μεγάλα, καταφανέστατα ψέματα: «μας πετούσε κάτι
γατοκέφαλα κι εμείς κάναμε πως τον πιστεύαμε»·
-
ρίχνω γατοκέφαλα, τρώω λαίμαργα και με πελώριες μπουκιές: «όλοι τον
παρατηρούσαν έκπληκτοι με τα γατοκέφαλα που έριχνε».